πιστώσεως

πιστώσεως
πιστώσεω̆ς , πίστωσις
assurance
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακάλυπτος — η, ο (Α ἀκάλυπτος, ον) [καλυπτός] 1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος «πηγάδι ακάλυπτο» 2. γυμνός «σώμα ακάλυπτο», «μέλη τού σώματος ακάλυπτα» 3. ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός 5. (χώρος) που μένει… …   Dictionary of Greek

  • επιπίστωσις — ἐπιπίστωσις, ἡ (Α) δεύτερη πίστωση που προστίθεται σε προηγούμενη, επιβεβαίωση τής πιστώσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”